σκάσιμο

σκάσιμο
τό
1) трещина (на коже); 2) действие по гл. σκάζω; 3) взрыв (бомбы и т. п.); 4) см. σκάση; 5) разг прогул (ученика); 6) воен, самовольная отлучка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σκάσιμο" в других словарях:

  • σκάσιμο — το, Ν 1. άνοιγμα σε μήκος τής επιφάνειας στερεού σώματος, σχισμή, ρωγμή, σκασιματιά (α. «το σκάσιμο τού τοίχου» β. «το σκάσιμο τού εδάφους από τη ζέστη και την ξηρασία» γ. «το σκάσιμο τού δέρματος από το κρύο και τον αέρα») 2. ρήξη, διάρρηξη τής… …   Dictionary of Greek

  • σκάσιμο — το, ατος 1. ράγισμα, ρωγμή: Ο τοίχος έχει μερικά σκασίματα. 2. έκρηξη: Το σκάσιμο της βόμβας συνοδεύεται από ισχυρό κρότο. 3. δραπέτευση: Όσο ήταν φυλακή το μυαλό του το είχε στο σκάσιμο από κει μέσα. 4. αδικαιολόγητη απουσία: Το σκάσιμο από τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκασιματιά — η, Ν 1. άνοιγμα σε μήκος τής επιφάνειας στερεού σώματος, σκάσιμο, ράγισμα 2. σχισμάδα, χαραμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάσιμο, ατος + κατάλ. ιά (πρβλ. λαβωματ ιά, σταλαγματ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… …   Dictionary of Greek

  • ελαστικό — Φυτική ύλη που προέρχεται από έκκριση ορισμένων δέντρων· με την κατάλληλη επεξεργασία αποκτά ιδιότητες, χάρη στις οποίες γίνεται υλικό με ευρύτατες εφαρμογές. ε. κόμμικαουτσούκ. Ουσία που προέρχεται από την πήξη φυτικού γαλακτώδους χυμού. Υπάρχει …   Dictionary of Greek

  • ραγάδα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * η / ῥαγάς, άδος, ΝΜΑ 1. ρωγμή, μικρή σχισμή, ράγισμα, χαραματιά, χαραμάδα, σκασιματιά 2. ιατρ. γραμμοειδής σχισμή τού… …   Dictionary of Greek

  • ράγισμα — και ράϊσμα, το, Ν [ραγίζω / ραΐζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ραγίζω, η ατελής και χωρίς θρυμματισμό θραύση, σχισμή, ρωγμή, σκάσιμο …   Dictionary of Greek

  • ραγισματιά — και ραϊσματιά, η, Ν [ράγισμα, ατος] το αποτέλεσμα τού ραγίζω, ράγισμα, ρωγμή, σκάσιμο …   Dictionary of Greek

  • ρωγμή — η / ῥωγμή, ΝΜΑ και ῥωχμή ΜΑ επιμήκης επιφανειακή ή βαθιά σχισμή στερεού σώματος, διακοπή τής συνέχειας μιας επιφάνειας με τον σχηματισμό ανοίγματος σε αυτήν, σκάσιμο, χάσμα (α. «μετά τον σεισμό παρουσιάστηκαν πολλές ρωγμές στο έδαφος» β. «ῥωγμή… …   Dictionary of Greek

  • χειριώ — και χειρῶ, άω, Α έχω χειράδες, σκασίματα στα χέρια («χειριᾱν δὲ ἐκάλουν τὸ κατερρῆχθαι τὰς χεῑρας ἤ ἀλγεῑν ἐκ κόπου», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ άς «σκάσιμο τών χεριών» + κατάλ. ιάω, ιῶ, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ἀρρωστ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • χηλή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χαλά Α 1. η οπλή τών ιπποειδών 2. το δισχιδές νύχι τών μηρυκαστικών ζώων, όπως λ.χ. τού βοδιού, τού προβάτου κ.ά. 3. διχαλωτό εργαλείο ή εξάρτημα 4. ραγάδα, σκάσιμο στη φτέρνα ή σε άλλο σημείο τού σώματος 5. κυματοθραύστης,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»